ΜΑΡΙΑ – ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Γ. ΓΙΑΤΡΑΚΟΥ
Δρ. Ιστορίας Πανεπιστημίου Αθηνών
ΑΘΗΝΑΙ 2023
ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ
Η Ελληνική γλώσσα
Όταν κάποτε φύγω από τούτο το φως
Θά έλιχθώ προς τα πάνω όπως ένα
ρυακάκι που μουρμουρίζει.
Κι αν τυχόν κάπου ανάμεσα
στους γαλάζιους διαδρόμους
συναντήσω αγγέλους, θα τους
μιλήσω ελληνικά, επειδή
δεν ξέρουνε γλώσσες.
Μιλάνε μεταξύ τους με μουσική.
1912 δύο μεγάλοι σταθμοί στην Ιστορία και Λογοτεχνία της Ελλάδας. Πριν από 111 χρόνια, ανήμερα Πρωτοχρονιάς του 1912 γεννήθηκε στις Κροκεές Λακωνίας, ο ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος και πέθανε πριν από 21 χρόνια (1991) αφήνοντάς μας ένα γιγάντιο λογοτεχνικό έργο.
Ο απόηχος της αισθαντικής λύρας του Νικηφόρου Βρεττάκου, με την βαθύτατα ανθρωπιστική ποίηση, την ευαισθησία, τις πνευματικές ανησυχίες φθάνει στ’ αυτιά και ευαισθητοποιεί τις καρδιές. «’Έχω ήδη αφήσει την καρδιά μου στη γη», θα γράψει, «να χτυπάει μονάχη της (αυτό είναι άλλωστε ή ποίηση). Να μπορούν να την έχουν στις σάκες τους τα παιδιά, να την μετακινούνε οι ταξιδιώτες. Κι’ οι πικραμένοι που ξέμειναν από ήλιο, ν’ ακούν το φλοίσβο του μέσα τους».
Όταν καταπιάνεσαι να ασχοληθείς με τον Νικηφόρο Βρεττάκο, σε κατακλύζει αμηχανία. Όσο κι αν προσπαθήσεις αφαιρετικά να απομονώσεις τα πνευματικά του απανθίσματα και καταπιστεύματα αισθάνεσαι την αδυναμία και μικρότητά σου μπροστά στην ηθική και πνευματική του μεγαλογραφία. Και μόνον αν σκεφτείς τα 3600 δημοσιευμένα ποιήματά του, τα 4000 χειρόγραφά του, τις 950 επιστολές του και επιπλέον τα 6000 βιβλία του που χάρισε στη Βιβλιοθήκη Σπάρτης μαζί με προσωπικά του αντικείμενα, στέκεσαι με δέος μπροστά στο μαχητή της ζωής, το συναισθηματικό άνθρωπο και υπερασπιστή της δικαιοσύνης, της ελευθερίας, της ισότητας, της φύσης, που ένιωθε να αδυνατεί να διατυπώσει τον πλούτο του κόσμου με λέξεις[1]. Ό άνθρωπος, έλεγε, είναι «το ζών ύδωρ».
Στις δύσκολες μέρες πού διέρχεται η πατρίδα μας, η φωνή του Νικηφόρου Βρεττάκου δεν μας επιτρέπει να πτοούμαστε, αλλά μας προτρέπει να γιγαντωθούμε. Στον επίλογο του αριστουργηματικού του έργου «Λειτουργία κάτω από την Ακρόπολη» που χρειάσθηκε τρία χρόνια να το ολοκληρώσει, εκφράζει την μεγάλη ευτυχία του, διότι είναι Έλληνας:
«Εγώ ο σε λίγο απερχόμενος, γράφει, ο βαθιά ευτυχής, ο τιμημένος εγώ να είμαι απ’ το χώμα σου, δεν επέμφθην ειπείν ουρανόθεν το χαίρε».
Ανεβαίνω απ’ τα σπλάχνα σου κι επιστρέφω στα σπλάχνα σου.
Στις ρυτίδες μου ρέουν φως απ’ το φως σου και θλίψη απ’ τη θλίψη σου! Δεν γνωρίζω αν με όσα είπα το χρέος εξοφλώ της φιλοξενίας σου. Ούτε αν με ήλιον έχω ανταποκριθεί στο ήλιον πνεύμα σου
Και τώρα ιδού· με το ίδιο αυτό χέρι πού έγραφε τους ύμνους στο φώς, παίρνω χώμα απ’ το χώμα σου. Σε φιλώ και σου εύχομαι, Ζωή εσαεί· Φώς εσαεί· Λόγο εσαεί· Εγώ. Ο τρισχιλιο — μυριοστός σου μικρός υιός Νικηφόρος».
Με ενδεικτικούς και μόνον στίχους αυτός ο «μικρός υιός» της Ελλάδας, όπως αυτοαποκαλείται, δείχνει την ηθική του μεγαλοσύνη.
Θα άξιζε όμως να παρακολουθήσουμε τη λαμπρή βιοτροχιά του Νικηφόρου Βρεττάκου, αυτούσια και αυθεντικά με στοιχεία πού παραθέτει με χάρη και φυσικότητα ο ίδιος, στο έργο του «Οδύνη», το όποιο χαρακτηρίζει ως «Αυτοβιογραφικό χρονικό»[2] .
«19 του Δεκέμβρη 1911 με το Ιουλιανό ημερολόγιο, 1 του Γενάρη 1912 με το Γρηγοριανό.
Ήταν πρωί, λίγο πριν από την ανατολή του ηλίου ή λίγο μετά! Ένας υπηρέτης βαδίζοντας μπροστά, κρατούσε τα γκέμια ενός αλόγου, κατηφορίζοντας μια πλαγιά με πράσινο, φρέσκο χορτάρι. Πάνω στο άλογο ήταν καθισμένη μια γυναίκα, πού κρατιόταν γερά από τα μπροστινά κρικέλια του σαμαριού. Πίσω της βάδιζε ένας άντρας ισχνός, μάλλον κοντός, πού πρόσεχε να βρίσκεται σε κάθε στιγμή κοντά στα καπούλια του αλόγου για κάθε ενδεχόμενο. Ό άντρας ήταν ό πατέρας μου και η γυναίκα ή μητέρα μου. Εγώ δεν ήμουνα ακόμη σε τούτο τον κόσμο. Θα γεννιόμουνα το ίδιο εκείνο βράδυ στις Κροκεές».
Ο Νικηφόρος, όπως ο ίδιος μάς πληροφορεί, δεν ήταν ο πρωτότοκος γιός, γιατί αυτός είχε πεθάνει λίγους μήνες πιο πριν. Ονομαζόταν Λυκούργος και πέθανε αμέσως σχεδόν μετά τη γέννα. Ο τοκετός της μάνας του στάθηκε δύσκολος, χρειάσθηκε να ετοιμάσουν τα σάβανα την τρίτη ημέρα και σε μια στιγμή να χτυπήσουν και τις καμπάνες του Αγίου Νικολάου λυπητερά. Έγινε θαύμα κι ή μητέρα του δεν πέθανε. Τον πήρε μια γυναικούλα και τον θήλαζε που με ευγνωμοσύνη ο ποιητής της έστελνε κάποτε – κάποτε κανένα τσεμπέρι ή κανένα ζευγάρι μαύρες κάλτσες και σε μεγάλη ακόμη ηλικία, ακόμα όταν πήγαινε ο ποιητής στις Κροκεές, την επισκεπτόταν, γιατί σκεφτόταν το γάλα πού του ’δωσε[3].
Ο Νικηφόρος ανήκε σε πολύτεκνη οικογένεια. Τα άλλα του αδέλφια ήταν η Σοφία, η Αγγελική (Κούλα για την οικογένεια της), η Αφροδίτη και ο Μιχάλης[4].
Ο πατέρας του Κωνσταντίνος, ήταν από το Γύθειο. Ο ίδιος τον περιγράφει ως άνθρωπο που ήξερε πολλά γράμματα κι είχε ως κύριο έργο του, τις πράξεις πού υπαγορεύονταν από την καλοσύνη[5].
Η οικογένεια του ήταν σκληρή, σχεδόν βάρβαρη. Η διαδρομή της ήταν μια διαδρομή μέσα από φόνους, αρπαγές, αδικίες. Δυόμιση ώρες χρειαζότανε κάνεις να διασχίσει, πεζοπορώντας, τα χτήματα του πατέρα του. Δύο ολόκληρα χωριά τα δούλευαν για ένα κομμάτι ψωμί. Έπεσε όμως στη μέση ένας θείος άνθρωπος, μια γυναίκα: Η Αγγελική Μαυρομιχάλη, η μητέρα του πατέρα του.
«Πάλεψαν τα δυο αίματα. Στο δικό του πρόσωπο, τουλάχιστον, ο άγγελος νίκησε». Ο πατέρας του είχε αναπτύξει εντονότατη φιλανθρωπική και κοινωνική δράση. Ο κόσμος ζητωκραύγαζε στό δικό του όνομα[6].
Η οικογένεια τους ήταν εγκατεστημένη στην Πλούμιτσα από το 1908, χρονιά κατά την οποίαν ο πατέρας του ποιητή αντάλλαξε με το μεγαλύτερο αδελφό του την περιουσία του στο Γύθειο με τα κτήματα της Πλούμιτσας, στην προσπάθειά του να αποφευχθούν οι προστριβές στην οικογένεια.
Η μητέρα του, Ευγενία, ήταν το γένος Παντελεάκη, από τις Κροκεές Λακωνίας. Ήταν απλοϊκή, όπως θα μας πει ο ίδιος. Δεν ήξερε κανένα γράμμα. Ήταν όμως γιομάτη από τη σοφία που δίνει ή φύση στη μητρότητα και στο γάλα της[7]. Ο ίδιος ο ποιητής σε συνέντευξή του στο Περιοδικό «Διαβάζω» κάνει μια σύντομη και περιεκτική αναφορά για τη μορφή της μητέρας του πού εμφανίζεται στην ποίησή του εμπεριέχοντας την φύση, την πατρίδα, την αγάπη[8].
«Πολλές μητέρες», θα μας πει, «παίζουν διαφορετικά ευεργετικούς ρόλους στα παιδιά τους. Έχουν κάποια καλλιέργεια, κάποια παράδοση. Η μητέρα μου δεν ήξερε καθόλου γράμματα, δεν είχε καμιά τέτοιου είδους παιδεία. Ήτανε ένας αγγελικός, πολύ σιωπηλός άνθρωπος. Αυτό ήτανε όλο. Δεν ήξερε τί είναι οι στίχοι, όπως γράφω στο ποίημα, «Η μητέρα μου στην Εκκλησία».
Σ’ ένα ποίημά του ο Νικηφόρος το 1984, μιλάει για την «άγια της μετάσταση στα λουλούδια».
«Δεν ξέρει η μητέρα μου τί είναι ο ήλιος τον φαντάζεται αγάπη πού ανατέλλει στον ουρανό.
Ο Ταΰγετος γι’ αυτήν ήταν απλώς ένα βουνό πού από τη μια του πλευρά είναι αυτή που στενάζει κι απ’ την άλλη ό Θεός».
Η μητέρα του, θα μάς πει ο ίδιος, «είχε μια έμφυτη καλοσύνη, μιαν έμφυτη αξιοπρέπεια και κάποτε παρουσίαζε δείγματα μιας έμφυτης συναισθηματικής σοφίας. Ήταν ένας αντιπρόσωπος της αγαθής μερίδας της ανθρωπότητας, της καταδυναστευόμενης αθωότητας, που με ενδιαφέρει σαν ποιητή»[9] , θα γράψει.
Αυτό εν συντομία υπήρξε το οικογενειακό υπόβαθρο του ποιητή. Σαράντα ήμερες μετά από τη γέννησή του, αφού ευλόγησε ο παππάς τη μητέρα του κι αυτόν ως βρέφος πήγαν κι έμειναν στο κτήμα τους, σε μια πολύ όμορφη μοναξιά, όπως θα μας πει πάλιν ο ίδιος, που για πολλά χρόνια έπειτα την έβλεπε σαν ένα δώρο Θεού[10].
Και συνεχίζει: «Ό ουρανός ανοιγόταν απάνω της σαν μια μεγάλη ομπρέλα πού έφτανε ως κάτω και δεν ήταν ούτε ένα αστέρι του που να μην το έβλεπες».
Η φύση η όμορφη της μαγευτικής του πατρίδας θα αποτυπωθεί στους στίχους του σ’ ολόκληρη τη ζωή του. Ιδιαιτέρως θα αναφερθεί ο Νικηφόρος στον αγαπημένο του Ταΰγετο, στον όποιο αφιερώνει ποίημα υπέροχο, λυρικό, με τίτλο «Έτσι μου στάθηκε ο Ταΰγετος»[11].
Ο ίδιος θα γράψει: «Η οροσειρά του Ταϋγέτου που ξεδιπλωνόταν δυτικά, παρ’ όλο το βάρος της, έδειχνε σαν μια γραμμή καλλιγραφημένη, που κάποτε εξαερωνόταν τόσο πολύ, έτσι πού να νομίζεις πως δεν θα την ξανάβλεπες το άλλο πρωί. Ό Πάρνωνας βορειοανατολικά, έμοιαζε σαν δευτερότοκος γιός, όπως θα ήμουν κι εγώ αν δεν πέθαινε ο πρωτότοκος».
Αναφερόμενες στα δέντρα πού υπήρχαν στο κτήμα τους έγραφε ότι είχαν κάτι το πολύ ανθρώπινο, το πολύ γενναίο, το πολύ βασανισμένο[12] .
Η λακωνική φύση με τη μεγαλόπρεπη ομορφιά της άφησε ανεξίτηλα τα ίχνη της στην ποίηση του Νικηφόρου Βρεττάκου. Κι η έκδηλη πίστη του πού κατισχύει στα ποιήματα του, πηδακίζει από τα οικογενειακά και προσωπικά του βιώματα: «Πιο πάνω», γράφει, «από το σπίτι μας βρισκόταν το εκκλησάκι Άη-Γιώργης, πού ήταν δικό μας. Είχε τέσσερις μεγάλες εικόνες, από τις όποιες ο Άη-Γιώργης με το ωραίο του άσπρο άλογο και η Παναγία με τα γλυκά της μάτια μου άρεσαν περισσότερο»[13] .
20 Σεπτεμβρίου του 1917 ό Νικηφόρος Βρεττάκος εγγράφεται στην Α’ τάξη του «Πλήρους Δημοτικού Σχολείου των Αρρένων Λεβετσόβων» κι η οικογένεια του εξ αιτίας του Σχολείου εγκαθίσταται μόνιμα στις Κροκεές. Στην Πλούμιτσα θα περνάει τις καλοκαιρινές διακοπές[14] .
Βέβαια στην αρχή ρώτησε να του πουν τί χρειάζονται τα γράμματα και σε τί θα πείραζε, αν δε τα μάθαινε. Εξ άλλου ούτε η μητέρα του, ούτε η μητέρα των άλλων παιδιών, ούτε ο Αντώνης ο υπηρέτης με το ένα μάτι, ούτε εκείνοι που έρχονταν και δούλευαν στα χωράφια τους, ήξεραν γράμματα[15] . Τον συνόδευσαν οι γονείς του στοργικά και παρηγορητικά: «Εκεί που θα πάμε», του έλεγε ό πατέρας του, «θα βρούμε κι άλλα παιδιά σαν και σένα, θα σου αγοράσω ωραία πράγματα, θα μάθεις γράμματα να γίνεις ένας μεγάλος άνθρωπος». Ζήτησε ο μικρός Νικηφόρος να του εξηγήσει τί εννοεί με αυτό το «μεγάλος άνθρωπος». Κι ό πατέρας του απάντησε: «Να, μπορεί να γίνεις ένας σοφός». Κι ο μικρός Νικηφόρος ξαναρώτησε: «Πιο σοφός κι απ’ τα λουλούδια;».«Και γιατί είναι σοφά τα λουλούδια;» ρώτησε ό πατέρας συγκρατημένος για να μη γελάσει. Κι ο μικρός Νικηφόρος απάντησε: «Ξέρουν να είναι ωραία». Έτσι δικαιολογείται πώς έδωσε στη δημοσιότητα το 1988 τα ποιήματά του με τούς αριστουργηματικούς του στίχους και τίτλο της συλλογής του: «Ή φιλοσοφία των λουλουδιών»[16] .
Κάθε χρόνο ανανεωνόταν η έγγραφή του στο Δημοτικό σχολείο με κηδεμόνες συγγενείς του. Το 1921 εγγράφεται στην Α’ τάξη του Ελληνικού Σχολείου με κηδεμόνα του τον Κ. Αλεξάκη και στις 15 Σεπτεμβρίου εγγράφεται στη Β’ τάξη του ίδιου σχολείου με κηδεμόνα του τον πατέρα του. Στις Κροκεές θα ζήσει τον αντίκτυπο της Μικρασιατικής Καταστροφής. Ο πατέρας του έλεγε κάθε τόσο: «Εθνική συμφορά»[17] .
Εξακολουθεί να φοιτά στο Ελληνικό Σχολείο Λεβετσόβου μέχρι το 1923 και στις 15 Σεπτεμβρίου του 1924 εγγράφεται στην A’ τάξη του Γυμνασίου Γυθείου, με κηδεμόνα το θείο του, Ζαχαρία Βρεττάκο (είναι ό μπαρμπά-Νικόλας Ματαπάς στο «Γυμνό παιδί»). Γράφει το πρώτο του ποίημα με τίτλο «Ύμνος στη δημοκρατία». Ό πατέρας του διάβασε και ξαναδιάβασε το ποίημα, τον σήκωσε και τον φίλησε. Κι ο Νικηφόρος του είπε πως θα γράψει πολλά ποιήματα και πως θα βρει κι ένα ωραίο ψευδώνυμο. Εκείνος γέλασε και χαμογελώντας δάγκωσε τω κάτω χείλος του για να του δείξει ότι σκεπτόταν κάτι που δεν έπρεπε, και του είπε: «Αυτό να μην το κάνεις. Το όνομα “Βρεττάκος” είναι βαρυμένο από αρπαγές (εκτάσεων γης) και από φονικά. Να μην το διαγράψεις. Να το εξαγιάσεις»[18].
Το 1925 εγγράφεται στην Β’ τάξη του ίδίου σχολείου και φοιτά στο ίδιο σχολείο με το Γιάννη Ρίτσο. Το 1928 δίνει δύο διαλέξεις στην Εμπορική Λέσχη του Γυθείου σ’ ένα κοινό περίπου διακοσίων ατόμων, με μεγάλη επιτυχία[19] .
Το Νοέμβριο του 1929 έρχεται στην Αθήνα για σπουδές, που όμως δεν πραγματοποίησε λόγω οικονομικής ανέχειας, αφοί ή οικονομική καταστροφή του πατέρα του είχε συντελεστεί πριν από δέκα χρόνια αφού έξ αιτίας, της αρρώστιας του και της έλλειψης εργατικών χεριών έμειναν τα κτήματα ακαλλιέργητα.
Προσλαμβάνεται ως υπάλληλος στην Εταιρεία υδραυλικών έργων αποξήρανσης του έλους Τρινάσου στην Λακωνία, πού διηύθυνε (1926-1931). Δημοσιεύει τα μαθητικά του πρωτόλεια «Κάτω από σκιές και φώτα»[20] .
Με τη λήξη των έργων της Εταιρείας εργάζεται σε οικοδομές και σε μανάβικο της κεντρικής λαχαναγοράς, από το 1930-1931. Ο ίδιος θα γράψει: «Μπόρεσα κι έκαμα για λίγο καιρό μερικές μισοχειρωνακτικές και μισογραφικές εργασίες»[21] . Μοιράζει το χρόνο του ανάμεσα στη δουλειά και τα βιβλία, περνά πολλές ώρες μελετώντας στην Εθνική Βιβλιοθήκη και αποκτά δικά του βιβλία[22] .
Το 1932 υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία ως προστάτης πολυμελούς οικογενείας στην Τρίπολη. Αποσπά τα συγχαρητήρια των ανωτέρων του αξιωματικών οι όποιοι αναγνωρίζουν τις δυνατότητές του να γινόταν ένας λαμπρός αξιωματικός μια μέρα[23] .
Συνεχίζει την ποιητική του δημιουργία. Γνωρίζεται με την φοιτήτρια της Φιλολογίας Καλλιόπη Αποστολίδη, την όποια νυμφεύεται το 1934. Εργάζονται κι οι δύο ως ημερομίσθιοι γραφείς στις Γενικές Αποθήκες Στρατού στον Πειραιά.
Ο Βρεττάκος παρουσιάζει μια καταπληκτική ποιητική παραγωγή και δημιουργία. Συνεχώς εκδίδονται ποιητικές συλλογές του[24] .
Στις 9 Απριλίου 1936 γεννιέται ή κόρη του Ευγενία (Τζένη), σύζυγος του γιατρού Τάσου Παπαδημητρίου, επιμελήτρια πολλών από τα βιβλία του πατέρα της.
Εργάζεται ως ιδιωτικός υπάλληλος και ως εργάτης υφαντουργείου. Ο ίδιος θα γράψει: «Δούλευα στα βαφεία ενός μεγάλου υφαντουργικού εργοστασίου. Η δουλειά ήταν βαριά άλλα όχι δύσκολη» .
Το 1938, 9 Ιουλίου γεννιέται ο γιος του Κώστας, ο “Ντάντης” για τους δικούς του. Σκηνοθέτης, ποιητής, εκδότης. Η γυναίκα του διορίζεται στον Οργανισμό Λιμένος Πειραιώς. Το 1940 πολεμάει στην πρώτη γραμμή ως απλός στρατιώτης. Καταγράφει τις αναμνήσεις του από τον πόλεμο με τη μορφή ημερολογίου στην “’Οδύνη”[25] .
12 Δεκεμβρίου. Στο ύψωμα 1220 της Κλεισούρας κινδύνεψε να σκοτωθεί: «Μετρούν πάνω στη χλαίνη μου, πέντε τρύπες από τις σφαίρες.», θα γράψει ό ίδιος [26].
Στις 14 Απριλίου 1941 διαλύεται το σύνταγμα στο όποιο υπηρετεί και επιστρέφει στην Αθήνα αυτός και ο λοχίας, πεζοπορώντας καί ζητιανεύοντας άπό χωριό σέ χωριό[27].
Από το 1942 έως το 1944 κατοικεί στην οδό Κομνηνών και Χαριλάου Τρικούπη, στο σπίτι των «κοπιώντων και πεφορτισμένων», όπως το αποκαλούσε ο ίδιος. Πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση επιθυμώντας να δεσμευτεί στον καθολικό αγώνα, για το άγνωστο χρονικό διάστημα που θα μεσολαβούσε, ως την απελευθέρωση ή την καταστροφή [28].
Στην Πλούμιτσα περιθάλπει Άγγλους στρατιώτες με τη βοήθεια της αδελφής του Σοφίας (ή Σοφία είναι ή Μαρία στο έργο του Αγρίμι) με σκοπό να τους φυγαδέψουν στη Μέση Ανατολή[29]. Εν τω μεταξύ πεθαίνει ο αγαπημένος του πατέρας στις 12 Σεπτεμβρίου του 1944 και τον ενταφιάζει μόνη η μητέρα του με δύο Κροκεάτες στην Πλούμιτσα. Τότε εκδίδεται η «Ηρωική» του «συμφωνία» κι άλλα σπουδαία έργα του το 1945.
Το 1946 ασχολείται με κριτική βιβλίου, εργάζεται ως αρχισυντάκτης, εκδότης και διευθυντής στα «’Ελεύθερα Γράμματα» μέχρι τον Απρίλιο του 1949. Μετακομίζει στον Πειραιά, Καραΐσκου 106 και υπογράφει τη διαμαρτυρία των λογοτεχνών «Προς την Δ’ Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων και τη Διεθνή Κοινή Γνώμη»[30] .
Το 1947 εκδίδεται «Η Παραμυθένια Πολιτεία». Το 1948 γνωρίζεται με τον Άγγελο Σικελιανό πού τον τιμά με την φιλία του μέχρι το θάνατό του. Στον Βρεττάκο παραχώρησε και την τελευταία του συνέντευξη το 1950. Ο Βρεττάκος θα γράψει γι’ αυτόν στην «Οδύνη»[31] . «…έτυχε τον ίδιο αυτόν καιρό, να γιομίζει την πόρτα μας, κάθε τόσο, κι υστέρα το πιο μεγάλο μας δωμάτιο, μια επιβλητική παρουσία, πού μέσα της κόχλαζε πολύ φως. ’Ήτανε ό Άγγελος Σικελιανός, ο μεγαλύτερος τότε Έλληνας ποιητής». Το 1949 κυκλοφορούν οι ποιητικές του συλλογές: «Το βιβλίο της Μαργαρίτας», «Ο Ταΰγετος και η σιωπή του» και το λυρικό του δοκίμιο: «Δύο άνθρωποι μιλούν για την ειρήνη του κόσμου». Για το τελευταίο του αυτό έργο υφίσταται κυρώσεις και επιπλέον απομακρύνεται από τή διεύθυνση του περιοδικού «Ελεύθερα Γράμματα» για να σημειώσει με πόνο: «Εξ αιτίας του αιρετικού βιβλίου μου εκείνου έμεινα μόνος με την ανιδιοτέλεια μου πληγωμένη κατάκαρδα». Στην θλίψη και απομόνωσή του βρήκε καταφύγιο κοντά στην Τατιάνα Γκρίτση — Milliex και τον Roger Milliex, η ψυχή των όποιων, όπως θα πει, έγινε ένα άσυλο γι’ αυτόν και το σπίτι τους έγινε σπίτι του. Έγινε ο τόπος απ’ όπου μπορούσε να σταθεί και να ξανακοιτάξει τον κόσμο.
Συνεχώς εκδίδονται νέες συλλογές του και διατηρεί μόνιμη στήλη στο περιοδικό «Ελληνικά Χρονικά» από το 1952 έως το 1954. Συνδέεται με στενή φιλία με το Λουκή Ακρίτα με μια σχέση ανθρώπινη και όχι πολιτική. Κυκλοφορούν από τα «Πειραϊκά Χρονικά» ή συλλογή του Πλούμιτσα και από το Γαλλικό ’Ινστιτούτο «Η έξοδος με το άλογο»[32].
To 1954 απολύεται η γυναίκα του από τον Ο.Λ.Π. και υποχρεώνεται να εργαστεί ως Καθηγήτρια στο Γυμνάσιο Καστανοχωρίων στο Καλέντζι Ιωαννίνων μακριά από την οικογένεια της. Το γεγονός αυτό εμπνέει το Βρεττάκο να γράψει μερικά σχετικά θαυμάσια ποιήματά του. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας συλλαμβάνεται ό γιός του Κώστας (1967) και κυκλοφορεί η ποιητική του συλλογή «Στον Ρόμπερτ Οπενχάιμερ»[33].
Ο Βρεττάκος, αυτός ο «μαραθωνοδρόμος της Ειρήνης και της Αγάπης» όπως τον ονόμασε σύγχρονος διανοούμενος[34] , έχει ως πολιτική του ιδεολογία την ανθρωπιά, την αγάπη και την έμπρακτη εφαρμογή της[35] . Με το ποίημά του «Γράμμα στον Ρόμπερτ Οπενχάιμερ», αναφερόμενος στην απειλή της πυρηνικής καταστροφής, προσπαθεί να ελέγξει την ίδια την επιστήμη, πού πρόδωσε η ιδία η που δεν πρόδωσε άλλα της υπέκλεψαν την αποστολή της, όπως θα πει ο ίδιος σε συνέντευξη που έδωσε το 1984[36].
Την ώρα που ξέσπαγε ο μεγάλος πόλεμος, γράφει ο Βρεττάκος, στο ποίημα «Πρώτη Σεπτεμβρίου 1939» και στέλνει στο κόσμο μήνυμα αγάπης και αδελφοσύνης[37]. «Αδελφοί μου γιατί δεν αναγνωριζόμαστε;
Πέστε τ’ όνομα του πατέρα σας και τα σημάδια της μητέρας σας Κι αν λέγονται Θεός και Γης Ας μοιράσουμε τ’ άπειρο τον ήλιο και το ψωμί μας». Σύμβολο εθνικής ομοψυχίας ό Νικηφόρος Βρεττάκος που μέσα στην αγάπη του χωράνε όλοι οι Έλληνες[38]. Ο Νικηφόρος Βρεττάκος με αίσθημα ευθύνης στο ποιητικό του έργο στον «Ρόμπερτ Οπενχάιμερ» τόλμησε να εγκαλέσει στο κριτήριο της Ιστορίας, στο δικαστήριο της ανθρώπινης συνείδησης το μεγάλο επιστήμονα, Οπενχάιμερ, για να τον καταδικάσει αμετάκλητα. Χαρακτηριστικό το ερώτημα πού του απευθύνει: «Χωρίς εντολή, πώς τολμήσατε φίλε Οπενχάιμερ;».
Ο Οπενχάιμερ μπορεί να ήταν μεγάλος επιστήμονας άλλα ομολόγησε με συντριβή: «Εγώ έγινα ο άγγελος της καταστροφής»[39] . Λίγο μετά τη καταδίκη των εγκληματιών του Γ’ Ράιχ στη δίκη της Νυρεμβέργης, ο Νικηφόρος Βρεττάκος με το ανοιχτό γράμμα του στον Ρόμπερτ Οπενχάιμερ εγκάλει τους επιστήμονες σε μια νέα Νυρεμβέργη[40] και ύψώνει φωνή δικαιοσύνης πού γίνεται ρομφαία: «Ρομπέρ Οπενχάιμερ. Δεν κρίνεσαι. Κρίθηκες. Καταδικάστηκες τελεσίδικα να κρίνεσαι πάντα υπόδικος ως το τελευταίο λυκόφως»[41] .
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος, σίγουρα με την αγάπη που διέθετε, θα έχει συγχωρήσει τον Οπενχάιμερ, ως υπεύθυνος όμως πνευματικός άνθρωπος αισθάνθηκε την ανάγκη να χρησιμοποιήσει το μαστίγιο του ποιητικού του λόγου και να εκδιώξει από τον Ιερό χώρο του πνεύματος τούς καπήλους της επιστήμης[42] , η όποια δεν πρέπει ποτέ να αποσυνδεθεί από την ηθική. Ο ίδιος σε συνέντευξή του είχε παρατηρήσει: «Ζούμε μέσα στην κρίση μιας μεγάλης ασυνείδητης εποχής. Ας πούμε τον καλό μας λόγο, ας φωνάξουμε όπου έχουμε υποχρέωση»[43] . Άλλα δυνάμεις υψηλές, εσώτερες, κινούσαν πάντοτε τον ποιητή προς το δρόμο των Ιδανικών. Ο ίδιος στην ίδια συνέντευξη θα πει: «Η πίστη είναι εκείνη πού κινεί τον άνθρωπο προς το μαρτύριο και την αυτοθυσία. Η εποχή μου μού έδωσε την ευκαιρία να γνωρίσω την περηφάνια των μαρτύρων, που δεν μπορεί να την αγνοήσει η ποίηση. Στο βάθος είδα τον αιώνιο
άνθρωπο στον αγώνα του»[44] .
Ο Βρεττάκος ονειρεύτηκε έναν κόσμο ιδανικό, ηθικό θα λέγαμε, όπως και ο Σολωμός, κόσμο «αγγελικά πλασμένο».
Το μαρτυρούν κάποιοι στίχοι του: «Τον κόσμο που ονειρεύτηκα δεν ευδόκησα να τον δω. Και πολύ μου κόστισε και με πόνεσε, επειδή, χωρίς να ’χει υπάρξει, κάποιος έβαλε μια φωτογραφία του μέσα μου». Και κάπου άλλου θα πει: «Η ποίηση αισθάνεται την ανάγκη νι διερευνά το βάθος της ομορφιάς και της τελειότητας».
Το 1955 εκλέγεται δημοτικός σύμβουλος στο Δήμο Πειραιώς (1955-1959). Αναλαμβάνει πρωτοβουλία για τη δημιουργία μίας ευρύτερης πνευματικής καλλιτεχνικής κίνησης. Προτείνει την ίδρυση παιδικού θεάτρου, λαϊκών βιβλιοθηκών, εκδοτικού οργανισμού για την έκδοση βιβλίων Πειραιωτών συγγραφέων και πραγματοποιεί πλήθος ομιλιών γύρω από τα λογοτεχνικά μας πράγματα. Επιτυγχάνει να δοθεί το δημοτικό θέατρο του Πειραιά στο Δημήτρη Ροντήρη και συμβάλλει στην ίδρυση του «Πειραϊκού Θεάτρου». Δημιουργείται επίσης το «Πειραϊκό Θέατρο» και το υπαίθριο θέατρο στο λόφο του Προφήτη Ηλία και Ιδρύεται η «Δημοτική Φιλαρμονική Πειραιώς».
Παράλληλα καταβάλλεται προσπάθεια για την καλύτερη λειτουργία του Ιστορικοί Αρχείου και της Δημοτικής Πινακοθήκης[45]. Το καλοκαίρι του 1955 ανεβαίνει μαζί με τον Roger Milliex και τούς γιούς του στον Αη-Λιά, στην κορυφή του Ταΰγετου. Τις θαυμάσιες εμπειρίες του περιγράφει ο Roger Milliex στο οδοιπορικό του «Ο Ταΰγετος και η σιωπή»[46]. Κι ο Βρεττάκος γράφει το «Ανεπίδοτο γράμμα» και το «Γράμμα στον Τσάρλι Τσάπλιν»[47]. Παράλληλα με την πλούσια λογοτεχνική του παραγωγή το 1956 του απονέμεται το πρώτο Κρατικό Βραβείο ποίησης για την επιτομή του «Τα Ποιήματα» (1929-1951)[48] . Κάθε χρόνο, ο Νικηφόρος Βρεττάκος έχει μια πλούσια λογοτεχνική και πολιτιστική παραγωγή. Συνεχώς κυκλοφορούν νέες ποιητικές του συλλογές. Και συνεχώς αλλάζει επαγγέλματα για επιβίωση. Το 1964 θα τον βρούμε ιματιοφύλακα στο Εθνικό Θέατρο με τη μεσολάβηση του Λουκή Ακρίτα47.
Και συνεχώς πραγματοποιεί ταξίδια στο εξωτερικό. Στη Ρωσία, στη Βενετία, στο Βουκουρέστι, στο Ζάγκρεμπ, στις δαλματικές ακτές. 16 Ιουλίου του 1965 πεθαίνει η μητέρα του και ενταφιάζεται στις Κροκεές. Ο ίδιος συλλαμβάνεται τον Αύγουστο του 1967 από τους Απριλιανούς και ο γιός του φυλακίζεται. Στις 9 ’Οκτωβρίου εγκαταλείπει την Ελλάδα, προσκεκλημένος του Αντώνη Σφουντούρη, Καθηγητή της Φυσικής, μεταφραστή του και μεταβαίνει στο Τρόγγεν των ελβετικών ’Άλπεων, στη διεθνή παιδούπολη Πεσταλότσι. Η υπεύθυνη του ελληνικού σπιτιού, Καλλιόπη Νακοπούλου, θα του πει: «Τα γύρω βουνά μας υποσχέθηκαν ότι θα καλέσουν τον Ταΰγετο να σάς συντροφέψει, όσον καιρό θα παραμείνετε ανάμεσά μας». Κυκλοφορεί στο εξωτερικό το ποίημα με τίτλο: «Αποχαιρετισμός στον ήλιο της πατρίδας μου»48.
Το ποίημά του αυτό αποτελεί κραυγή αγωνίας του ποιητή για τη σωτηρία της πατρίδας του κι έχει επικαιρότητα. Οι ακροτελεύτιοι στίχοι του το μαρτυρούν: «Αν δεν είναι ώριμος ο κόσμος παρά μόνον για να καταστραφεί, / λησμονήσετε τότε και την πατρίδα μου / αν όμως ακόμα υπάρχουνε ψυχή και αγάπη, τότε απλώστε τα χέρια όλοι οι ευγενείς του κόσμου και βοηθείστε τη».
- Ζυρίχη, Ρώμη, Παρίσι, Birmingham, Λονδίνο είναι οι επόμενοι σταθμοί του. Έργα του μεταδίδονται από το ραδιοφωνικό σταθμό του Μονάχου και εκπομπές αφιερωμένες στην ποίησή του από τους σταθμούς της Φρανκφούρτης και του Αμβούργου. Χριστούγεννα 1968 στο Λονδίνο με την οικογένεια του. Κυκλοφορούν ποιήματα στα ελληνικά και γαλλικά [49].
- Μεταδίδονται εκπομπές για την ποίηση του από τους ραδιοφωνικούς σταθμούς της Φρανκφούρτης, Χαϊδελβέργης, Μονάχου, Κολωνίας, Βόννης, Στουτγάρδης. Στα πλαίσια της Διεθνούς Πνευματικής εβδομάδος παρουσιάζεται ή ποίησή του από το Πανεπιστήμιο του Ερλάνγκεν ενώ παράλληλες εκδηλώσεις οργανώνονται από τα Πανεπιστήμια του Βισμπάντεν και του Bochum[50]. Μετά από τα ταξίδια του στο Παλέρμο, Λονδίνο, Παρίσι, όπου συναντιέται με τους Milliex, ηχογραφεί μια συνέντευξη και επιστρέφει στο Τρόγκεν. Κυκλοφορεί στην Ελβετία επιλογή ποιημάτων του μεταφρασμένων στα Γερμανικά από τον Αντώνη Σφουντούρη και η «Οδύνη» στη Νέα Υόρκη.
Το 1970 παίρνει μέρος σε φεστιβάλ ποίησης στο Λονδίνο και απαγγέλλει ποιήματα του. Προτού μπουν στην αίθουσα με τη γυναίκα του, το κοινό που τον αντελήφθη άρχισε να του στέλνει φιλιά – είχε ακούσει την προηγούμενη τον οργανωτή του φεστιβάλ που είχε πει ότι δεν ξέρει Αγγλικά ο ποιητής – προσπαθώντας με τον τρόπο αυτό να εκδηλώσουν τα αισθήματά τους απέναντί του. Οι πιο ενθουσιώδεις επιστρατεύοντας προφανώς δύο ελληνικές λέξεις μ’ ένα ήχηρότατο «ευχαριστώ», έσπευδαν να του σφίξουν το χέρι… Ξένος, αβοήθητος από πλευράς ελληνικής από οιανδήποτε πλευρά επέβαλε με την παρουσία του και την απαγγελία του όχι μόνον τον εαυτό του άλλα και την ελληνική ποίηση[51]. Ποιήματα διαβάζει σε εκδηλώσεις στο Μόναχο και στο Τρόγκεν. Την ίδια χρονιά έρχεται στο Παλέρμο ως προσκεκλημένος του Σικελικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών, για να μιλήσει για τον Καζαντζάκη. Συναντιέται στη Ρώμη με τον Mario Vitti και επιστρέφει στη Τρόγκεν. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου εγκαθίσταται στο Παλέρμο της Σικελίας, ύστερα από πρόταση του δημιουργού και Προέδρου του Ινστιτούτου Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών, Bruno Lavagnini, να εργαστεί στη σύνταξη του έλληνοϊταλικοϋ λεξικού. Συναντιέται με τον Vincenzo Rotolo και τον Mario Vitti. Μένει στο σπίτι του Καθηγητή της αρχαίας ελληνικής, στο εκεί κεντρικό Πανεπιστήμιο Σαλβατόρε Νικόζια. Κυκλοφορεί στη Ζυρίχη με τίτλο «Αυτά τα παιδιά του πλανήτη μας» δίγλωσση επιλογή ποιημάτων του με χειρόγραφα τα ποιήματα και με γερμανική μετάφραση του Αργυρή Σφουντούρη[52] .
Το 1971 εργάζεται στο Παλέρμο στη σύνταξη του λεξικού. Τον απασχολεί η σύνθεση του “Προμηθέα”. Κυκλοφορεί στο Παλέρμο επιλογή ποιημάτων του μεταφρασμένων στα ιταλικά από τον Vincenzo Rotolo. Το 1972 συνεχίζεται η σπουδαία λογοτεχνική του δημιουργία με τη σύνθεση της «Διαμαρτυρίας», ενώ κυκλοφορούν τρεις τόμοι του, της «Οδοιπορίας» και στη Γερμανία ή «Αυτοβιογραφία» του μεταφρασμένη στα γερμανικά από την Ισιδώρα Rosenthal – Καμαρινέα. Το 1973 κυκλοφορεί στο Μόναχο νέα δίγλωσση ποιητική συλλογή με μετάφραση στα γερμανικά της Ισιδώρας Rosenthal – Καμαρινέα.
Το 1974 προσβάλλεται από βαριάς μορφής φυματίωση και νοσηλεύτηκε έξι σχεδόν μήνες στο Νοσοκομείο “Cervel1ο” στο Παλέρμο με δαπάνη του δήμου του Πελέρμου κάτι που θα μνημονεύσει με ιδιαίτερη ευγνωμοσύνη. Με ενέργειες του Roger Milliex εγκαθίσταται με τη γυναίκα του στο Serres των Κάτω Γαλλικών Άλπεων. Το ποτάμι Μπυές διασχίζει το χωριό και θα αποτελέσει πηγή έμπνευσης στο έργο του. Γράφει εκεί το έργο του «Το ποτάμι Μπυές και τα εφτά ελεγεία». Αυτή η έμπνευση κι αυτό του το έργο φαίνεται ότι του εξασφάλισε, όπως θα πει χαρακτηριστικάο ίδιος, την υπαρξιακή του ισορροπία και γαλήνη[53]. Απομονώνουμε λίγους στίχους χαρακτηριστικούς: «Αν δεν δυνήθηκε πολλά να κάνει, αν λόγου χάρη δεν ετεχνούργησε αρκετά ή δεν έφτιαξε ένα φράγμα / σ’ ένα σημείο των εγκρεμών τού αιώνα του, δεν έπαψε / νά ’ναι το ’ίδιο, το μικρό αυτό έργο του Θεού, ένα αριστούργημα»[54].
Και σ’ άλλο σημείο στο ίδιο έργο: «…αναστέναξα: “Δόξα Σοι” η “Αλληλούια” ή κάτι τέτοιο· κι ευθύς βούλιαξα σε μίαν άλλη σιωπή / όμοια μ’ αυτή που κάποτε υπήρξε για μένα / η ομιλία των ουρανών που μ’ έμαθε τα τέλεια γράμματα»[55] .
Τον Αύγουστο τού 1974 επιστρέφει στην Ελλάδα. Εκδίδονται νέες ποιητικές του συλλογές «Διαμαρτυρία και ωδή στον ήλιο». Μεταφράζονται στα βουλγαρικά και κυκλοφορούν σε λογοτεχνικά περιοδικά της Βουλγαρίας ποιήματά του.
Το 1975 γράφει επιφυλλίδες στην εφημερίδα «’Ελευθεροτυπία» και κυκλοφορεί ή θαυμάσια ποιητική του συλλογή «Το ποτάμι Μπυές και τα εφτά ελεγεία».
Το 1976 κυκλοφορούν νέες ποιητικές του συλλογές και βραβεύεται από την Ακαδημία Αθηνών, με το βραβείο Ούράνη[56]. Κυκλοφορεί στο Παλέρμο δίγλωσση επιλογή των ποιημάτων του με μετάφραση στα ιταλικά της Maria Tsanos Gallo.
Το 1977 συμμετέχει στην ποιητική βραδιά του Φεστιβάλ τού δήμου Λευκωσίας. Κυκλοφορούν στη Γαλλία ποιήματά του μεταφρασμένα στα γαλλικά και στην Ουγγαρία στα ουγγρικά[57].
Το 1978 κυκλοφορεί ή έμμετρη τραγωδία του, «Προμηθέας» και το 1979 επιλογή από επιφυλλίδες της ’Ελευθεροτυπίας, με τίτλο «Μαρτυρίες μιας κρίσιμης εποχής» και ποιήματά του στην αγγλική μεταφρασμένα από τον Thomas Doulis. Το 1980 προτείνεται μαζί με τον Γιάννη Ρίτσο από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών για το βραβείο Nobel Λογοτεχνίας. Προτάθηκε τέσσερις φορές για το Nobel Λογοτεχνίας. Τού απονέμεται το Διεθνές Βραβείο τού Βελγίου ΚΝΟΚΕΝ και τον τιμά ό Δήμος Πειραιά για τα 50 χρόνια προσφοράς του στα γράμματα[58].
Το 1981 τον τιμά η Πνευματική Εστία Σπάρτης. Κυκλοφορεί η ποιητική του συλλογή «Εις μνήμην 1940 -1944» και η δίτομη επιλογή με τον τίτλο: «Τα ποιήματα» και το ορατόριο του «Λειτουργία κάτω από την Ακρόπολη». Τον βραβεύουν η Εταιρεία Σικελικών Γραμμάτων και Τεχνών και ο ’Οργανισμός Καλλιτεχνικών Εκδηλώσεων Πατρών. Το 1982 τιμάται μαζί με τον Γιάννη Ρίτσο από την Ένωση Καθηγητών Λακωνικής και το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς παρουσιάζεται το έργο του «Λειτουργία κάτω από την Ακρόπολη» στο αρχαίο θέατρο Γυθείου και στο βυζαντινό Μυστρά και στη συνέχεια στο Ηρώδειο στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών και σε διαφόρους δήμους της Αττικής. Για το έργο του αυτό τού απονέμεται τό Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης[59] .
Εκδίδεται η ποιητική του συλλογή «Ο διακεκριμένος πλανήτης» και ξανατυπώνονται ποιήματά του. Κυκλοφορούν στην Τουρκία ποιήματά του μεταφρασμένα στην τουρκική και η «Λειτουργία κάτω από την Ακρόπολη» σε μετάφραση Μ. Β. Raisis. Το 1984 γίνονται τα αποκαλυπτήρια μνημείου στο Μονοδένδρι Λακωνίας για τους τριάντα Κροκεάτες, περισσότεροι ήταν συμμαθητές του, που εκτέλεσαν οι Γερμανοί και στην πλάκα γράφτηκαν στίχοι του γι’ αυτά τα παιδιά[60].
Την ίδια χρονιά αναγορεύεται μαζί με τον Γιάννη Ρίτσο επίτιμος Πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και στη συνέχεια πραγματοποιεί ιερόν προσκύνημα στο Αγιον Όρος. Στη συνέχεια επισκέπτεται το Δίον και τούς βασιλικούς τάφους της Βεργίνας[61].
Το 1985 η Ακαδημία Αθηνών τού απένειμε το Αριστείο Γραμμάτων και ανακηρύσσεται επίτιμος Πρόεδρος της Εταιρείας Γραμμάτων και Τεχνών τού Πειραιά[62]. Τον τιμά επίσης το Πατριαρχείον Αλεξανδρείας. Το 1986 ανακηρύσσεται επίτιμος δημότης Καρδίτσας, Ιωαννίνων και συνεχίζουν οι παραστάσεις του έργου του «Λειτουργία κάτω από την Ακρόπολη». Τον επίλογο του έργου διάβαζε πάντα ο ίδιος. Κυκλοφορεί ποιητική του συλλογή «Εκκρεμής δωρεά».
Το 1987 εξακολουθεί να δέχεται καταιγισμό διαφόρων τιμών, να αναγορεύεται επίτιμος δημότης διαφόρων δήμων και στις 26 Φεβρουάριου του ίδιου έτους εκλέγεται μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Κυκλοφορεί νέα συλλογή ποιημάτων του στο Παλέρμο, σε μετάφραση Vincenzo Rotolo και εγκρίνεται ομόφωνα με άριστα η πρώτη διδακτορική διατριβή για τη ζωή και το έργο του με θέμα: Το μυθικό και ιδεολογικό σύμπαν της ποίησης του Νικηφόρου Βρεττάκου, από το φιλολογικό τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, με συγγραφέα τον Αθανάσιο Ε. Γκότοβο και κυκλοφορεί το 1989 από τις εκδόσεις «Φιλιππότη»[63].
Το 1988, στις 9 Φεβρουάριου λαμβάνει χώραν ή επίσημη υποδοχή του από την Ακαδημία Αθηνών. Θέμα της ομιλίας του «Ποιητικός λόγος και εθνική αλήθεια». Μία ομιλία – υποθήκη, πνευματικό καταπίστευμα, κεφάλαιο πνευματικό για όλους μας. Στην ομιλία του αυτή υπογράμμισε την εθνική μας αλήθεια, που, όπως τόνισε, βρίσκεται ευδιάκριτα σημειωμένη στην πλέον αδιάψευστη δέλτο της Ιστορίας, πού είναι η ελληνική ποίηση, από τον Όμηρο ως τις μέρες μας[64].
Επισημαίνει την απομάκρυνση στην εποχή μας από τις ηθικές και πνευματικές άξιες, πράγμα πού σημαίνει απομάκρυνση από τον εαυτό μας και από τον άνθρωπο πλησίον μας. Η ποίηση κατά τον Βρεττάκο στον τόπο μας υπήρξε ζωή, υπήρξε παιδεία. Όπως είπε χαρακτηριστικά, τα πιο υψηλά διδαχτήρια και οι πιο υποδειγματικές Εκκλησίες που λειτούργησαν ποτέ στον κόσμο αυτό, υπήρξαν τα αρχαία ελληνικά θέατρα, όπου ο ποιητικός λόγος διαμοιραζόταν ως ένα είδος άρτου της ψυχής με δικαιοσύνη[65]. Ο ποιητικός μας λόγος υπήρξεν ο εκφραστής της ελληνικής μοναδικότητας, γιατί μέσα στους ποιητές λειτουργεί ο ίδιος ο κόσμος και η φωνή τους είναι φωνή του κόσμου αυτού[66].
Ανθολογούμε μερικές διαχρονικές αλήθειες που βγήκαν από το στόμα του μεγάλου ποιητή κατά την εκφώνηση του λόγου του αυτού στην Ακαδημία Αθηνών στις 9 Φεβρουάριου του 1988. Οι υποδείξεις του, πνευματικά θησαυρίσματα: «Η Παιδεία», είπε, «θα μπορούσε να διδάσκει πώς το πρώτο πράγμα που πρέπει να μαθαίνει κανείς όταν έρχεται στο κόσμο είναι η μέσα του αλήθεια, η οποία συνίσταται στο ότι κάθε μικρόσωμο πλάσμα από μάς κλείνει μέσα του μια δυσανάλογη προς το σωματικό του περίγραμμα υπαρξιακή διάσταση»[67].
«Πρόκειται για τις εσωτερικές εκείνες δυνάμεις πού έχτισαν τα ομηρικά έπη, έκαμαν τον άνθρωπο να μείνει ολόκληρους μήνες στο διάστημα και να περπατήσει στο φεγγάρι. Είχε λοιπόν δίκιο ο Ήφαιστος πού τεχνουργώντας την ασπίδα του Αχιλλέα έβαλε στο κέντρο του σύμπαντος, τον άνθρωπο[68]. Ακόμη και μες απ’ το μύθο προβάλλει η διαίσθηση και ο νους των Ελλήνων, οι όποιοι, όπως είπε ό Μπέρτραντ Ράσσελ, κατόρθωσαν, εδώ και χιλιάδες χρόνια, μιλώντας για ορισμένα θέματα, να ειπούν την τελευταία λέξη»[69].
Η μεγάλη του αγάπη είναι η ελληνική γλώσσα, όπως ήταν και του εθνικού μας ποιητή, Διονυσίου Σολωμού. Όπως ο ίδιος αναφέρει την ποιητική του σύνθεση «Λειτουργία κάτω από την Ακρόπολη» την έγραψε όχι «εξ αιτίας πολιτικής» ή για άλλους ιδιοτελείς λόγους που διέπουν τη ζωή σήμερα, αλλά για να μην οφείλει στην ελληνική γλώσσα, εκεί δηλαδή πού χρωστάμε, όπως είπε, όλοι σήμερα[70]. Κι’ εκφράζεται, γι’ αυτήν διθυραμβικά. Τη χαρακτηρίζει ως το «μακρύτερον ζών ύδωρ τού κόσμου, που φτάνει ως εμάς κατηφορίζοντας απάνω από τα λευκά μαλλιά τού Ομήρου». «Πρόκειται», συνεχίζει, «για μια γλωσσική κοίτη, που κατέβασε πολλή ψυχή και πολύ φως, και που δεν σταμάτησε με την ολοκλήρωση τού αρχαιοελληνικού θαύματος το όποιο αποτελούν ο τέλειος λόγος, η αρμονική γραμμή, οι αρχές κάθε μορφής φιλοσοφίας, οι βάσεις των μεταγενέστερων επιστημών»[71]. Έδωσε όπως ανέφερε θεία έκφραση στο λόγο των Ευαγγελίων και συνεχίζοντας έφτασε και παρέλαβε την έξαρση των δημοτικών μας τραγουδιών, που κατά τη γνώμη τού εκπροσωπούν τον χρυσούν αιώνα τού ελληνικού ψυχισμού. Και η κοίτη της αυτή στην πορεία της δεν έχασε τον προσανατολισμό της. Και σημείωσε, «όσο κι αν ο δρόμος της Αρετής είναι δυσανάβατος, όπως λέει ο Ησίοδος, το ελληνικό πνεύμα δεν άλλαξε κατεύθυνση… Η πορεία της αρχίζει από τα ομηρικά έπη, που αποτελούν το κορυφαίο μνημείο που χτίστηκε με λέξεις σ’ αυτόν τον κόσμο»[72].
Το έπος της Ιλιάδας είναι γιομάτο ανοίγματα που μέσα από τις μικρότητες και τον αλληλοσκοτωμό, βλέπουν στο φώς και στην ομορφιά της ζωής, βλέπουν στην ειρήνη, η όποια κατά τον Ευριπίδη είναι η κορυφαία των θεών[73]. «Η Ιλιάδα διακόπτεται συχνά από οριακές σκηνές ανθρώπινης τρυφερότητας. Ο Αχιλλέας κλαίει σπαρακτικά μαζί με τον εχθρό του το γέρο – Πρίαμο, του οποίου έχει σκοτώσει το γιό, Έκτορα και αυτός πέφτει στα πόδια να του δώσει το νεκρό να τον ενταφιάσει. Ο τόπος αντηχεί από τα γογγυτά του θρήνου τους. Καθένας κλαίει για το μερίδιο της δικής του μοίρας, μοίρας της ανθρωπότητας. Όλοι μαζί οι θρήνοι, γυναικών, αγωνιστών συγκλίνουν μέσα στην Ιλιάδα και συναρθρώνονται σε μια κοινή διαμαρτυρία, που μοιάζει να είναι ως του ενός ανθρώπου, του ανθρώπου επί της γης»[74]. Πρόκειται για το ελληνικό πνεύμα, που είναι και παγκόσμιο, με τη μοναδικότητα της μορφής του Οδυσσέα: «…η μήτρα του ανθρώπινου πνεύματος βρήκε εδώ πολύ φώς, το φώς που βλέπουμε και το φώς που δεν βλέπουμε κι έκαμε την πλουσιότερη γέννα της σε πράγματα παγκόσμιου στολισμού…»[75]. «Ο Οδυσσέας αυτοεπιστρατεύει το άμετρο των εσωτερικών του δυνάμεων. Το πολυμήχανο μυαλό του βρίσκεται σε διαρκή εγρήγορση. Χρησιμοποιεί το δόλο που δεν έχει καμία σχέση με την ανέντιμη δολιότητα, άλλα αποτελεί ένα είδος άμυνας με σκοπό τη διάσωση της αγίας ζωής και των ειρηνικών οραματισμών της»[76].
«Η μορφή του Οδυσσέα», συνεχίζει ο Βρεττάκος, «δεν θα μπορούσε να συμβολίζει παρά μόνον την πορεία του ελληνικού πνεύματος, την πορεία της ελληνικής ψυχής». «Στον Οδυσσέα ανακαλύπτουμε τα εθνικά χαρακτηριστικά μας γνωρίσματα. Ο ίδιος αντιπροσωπεύει το ελληνικό σύμπαν»[77]. Εύστοχες όλες οι επισημάνσεις του Νικηφόρου Βρεττάκου αποτελούν πνευματικά διαμάντια πολύεδρα.
«Το έθνος μας», σημειώνει, «κι όταν είναι κράτος κι όταν υπάρχει χωρίς να είναι κράτος είναι ένας Οδυσσέας που πορεύεται»[78]. Και διερωτάται: «Σε ποιό σκόπελο απ’ όσους έχει περάσει να βρίσκεται άραγε πάλι σήμερα ο Οδυσσέας;» «Παρ’ όλες τις δυσκολίες δεν βούλιαξε και μακάρι να μην βουλιάξει ποτέ»[79].
«Κι, η αρχαία τραγωδία δεν θα είχε γεννηθεί αν πρωταγωνιστής της δεν ήταν η ίδια η αρετή»[80]. «Ο ελληνικός ποιητικός λόγος μοιάζει ως ένα είδος ευθύγραμμου φωτός»81. Και συνεχίζει: «Κι οι ίδιες εκκλήσεις, παραινέσεις, εξορκισμοί που εκφράζουν τον ενδόμυχο ανθρώπινο πόθο, σε περιπτώσεις εθνικών παραστρατημάτων, όπως είναι η “μισητή διχόνοια”, όπως λέει ο Ευριπίδης, η “απαίσια διχόνοια που μουλιάζει το χώμα με το αίμα των πολιτών”, όπως λέει ο Σοφοκλής, η “δολερή διχόνοια”, όπως λέει ο Διονύσιος Σολωμός…» Και συνεχίζει: «Η φωνή είναι ίδια… ως να μην ήταν πολλοί οι κήρυκες άλλα ένας που μετασταθμεύει από τη μια στην άλλη εποχή…»[81]. «Απότομες κορυφώσεις σε δύσκολες εθνικές ώρες και αμέσως, ή λίγο μετά, απότομες πτώσεις. Ωστόσο ο καλός σπινθήρας ενδημεί αφανώς μέσα στο αίμα μας. Ο Οδυσσέας κοιμάται στην κουπαστή του»[82].
Ιδιαιτέρως μας προειδοποιεί για τον κίνδυνο που επικρέμαται από την φθορά της γλώσσας μας. Στην ομιλία του αυτήν, στην Ακαδημία Αθηνών, παρατηρεί: «…αρχίσαμε να κατεδαφίζουμε τη γλώσσα μας κι αυτό ισοδυναμεί με κατεδάφιση του ίδιου του έθνους μας»[83]. Και σε άλλη ομιλία του παρατηρεί: «Γλώσσα υπήρξε η εθνική μας δύναμη, η αντίστασή μας». Όμως «έχει αρρωστήσει και αρρώστια της γλώσσας σημαίνει αρρώστια του έθνους και η γενική της φθορά βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με την έκπτωση των εθνικών, πολιτικών, ηθικών αξιών της χώρας μας. Ο δυναμικός ψυχισμός μας κράτησε τις ρίζες της γλώσσας αλώβητες»[84]. «Γλώσσα και ψυχή είναι δύο πράγματα που δεν διαχωρίζονται»[85].
«Η γλώσσα μας σήμερα αποτελεί το διεθνή γλωσσικό άξονα σ’ ό,τι αφορά την ορολογία της επιστήμης και της τεχνολογίας, οι όποιες δανείζονται λέξεις από το διαχρονικό γλωσσικό μεταλλείο μας»[86].
«Πιο Ιερό πράγμα από τη γλώσσα για ένα έθνος δεν υπάρχει»[87]. Η καρδιά ενός έθνους χτυπάει μέσα στη γλώσσα του»[88]. Η ελληνική γλώσσα υπήρξε ο αγιάτρευτος καημός του ποιητή, όπως το εξέφρασε σε στίχους: «Όταν κάποτε φύγω από τούτο το φώς / θα ελιχθώ προς τα πάνω, όπως ένα ρυακάκι που μουρμουρίζει. / Κι’ αν τυχόν κάπου ανάμεσα / στους γαλάζιους διαδρόμους συναντήσω αγγέλους, θα τους / μιλήσω ελληνικά, επειδή / δεν ξέρουνε γλώσσες. Μιλάνε μεταξύ τους με μουσική».
Αν μπορούσαν να συμπεριληφθούν στα βιβλία όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης έργα του Νικηφόρου Βρεττάκου, η ωφέλεια θα ήταν ανυπολόγιστης αξίας.
Διαβάζοντας κανείς την ομιλία του: «Λόγος για το Μεσολόγγι», που εκφωνήθηκε σε γιορτή της Εξόδου στις 17 Απριλίου 1989[89] μπορεί να διαπιστώσει τον ιδεολογικό πλούτο που αποθησαύριζε στην ψυχή του διά βίου. Αναφερόμενος στο Μεσολόγγι υποδεικνύει την ανάγκη να το επισκέπτονται τα παιδιά των σχολείων όλης της χώρας και να τούς λέμε τί την κάμαμε την ελευθερία που μας έδωσαν κι αν διατηρήσαμε την ηθική συγγένεια με τούς αγωνιστές του… Γιατί εμάς, δεν θα μας εξαγιάσει η καταγωγή μας, αν δέν μάς εξαγιάσουν τα έργα μας[90]. Ο ίδιος γράφει: «αν ζούσα εκείνα τα χρόνια και έγραφα ένα ποίημα για το φαινόμενο Μεσολόγγι, θα του έδινα τον τίτλο: «Ουράνιες δυνάμεις επί της γης»[91].
Ο λόγος του Νικηφόρου Βρεττάκου στην Ακαδημία Αθηνών έκλεισε μ’ ένα δυνατό επίλογο-μήνυμα: «Το να γεννηθεί κανείς σ’ αυτή τη ζωή είναι ευλογία. Το να γεννηθεί σ’ αυτόν τον τόπο είναι διπλή ευλογία. Αλλά διπλό και το χρέος. Δεν πρέπει να πάψουμε να πιστεύουμε στη ρίζα μας. Εθνικοί λόγοι, ανθρώπινοι λόγοι, θείοι λόγοι, επιβάλλουν να μην επιτρέψουμε να διαγραφεί από τη διαρκώς συρρικνούμενη γλώσσα μας ή λέξη «χρέος», με την ηθική έννοια του όρου, που την έγγραφή της επιχειρώ απόψε, εις θέαν της Πολιτείας, εις θέαν της ’Εκκλησίας, εις θέαν των Πανεπιστημίων μας στην υψηλή προμετωπίδα αυτού του ιδρύματος»[92].
Σπουδαίες παραθέσεις. Ασ τις αφουγκραστούμε, ιδιαιτέρως στις μέρες μας.
Και μια προσωπική εμπειρία. Λίγες μέρες πριν εκδημήσει για τον ουρανό, ευτύχησα να τον αγναντέψω καθώς βάδιζε βιαστικά, κρατώντας ένα τσαντάκι στο χέρι, στην οδό Ασκληπιού. Πιθανώς έφευγε από το βιβλιοπωλείο «Φιλιππότη» απ’ όπου περνούσε κάθε ημέρα και πήγαινε προς την Ακαδημία Αθηνών. Αναλογίστηκα με ευφροσύνη. Ευτυχώς θα έχει πολλά ακόμη να μας δώσει ο ποιητής.
Εν τω μεταξύ εξακολουθεί ό καταιγισμός των τιμητικών διακρίσεων που δέχεται ο Βρεττάκος.
20 ’Ιουλίου 1991. Παρακολουθεί την « Λειτουργία κάτω από την Ακρόπολη» στο καταφύγιο τού Ταϋγέτου και την επόμενη στο Σαϊνοπουλειο Θέατρο Σπάρτης. Και στις δύο παραστάσεις διαβάζει ο ίδιος τον επίλογο. Στις 4 Αύγουστου του 1991, πεθαίνει στην Πλούμιτσα στις 8 το πρωί της Κυριακής και ενταφιάζεται στις 7 Αύγουστου στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, δημοσία δαπάνη[93].
Πριν πεθάνει, Παρασκευή βράδυ, υπαγόρευσε σε στενή του συνεργάτη, προφανώς στην Γεωργία Κακούρου -Χρόνη, τούς τελευταίους του στίχους[94].
«Αν μπορούσα (το σκέφτομαι / αυτό τον καιρό) / θα τα επέστρεφα όλα / όσα μου δόθηκαν / και μόνο που υπάρχω έχω περίσσευμα /».
Αυτό το πλούσιο πνευματικό «περίσσευμα» που μας κληροδότησε, μπορεί να μας διδάσκει, να μας ευφραίνει, να μας ανεβάζει, να μάς ηθικοποιεί.
Λίγοι ενδεικτικοί στίχοι του σαν ήρωική συμφωνία η Requiem αξίζει ν’ ακουσθούν, μαρτυρώντας το ηθικό του μέγεθος και στίγμα:
«…ο ουρανός ανοίγει την βεντάλια του πάνω προς το ατελεύτητο, / σκορπώντας ευαγγελισμούς παντού- και μια φωνή / σημάδεψε από ψηλά πολύ το μικρό σπίτι / κι έπεσε. Άρον το κράββατόν σου, λέει ο ήλιος, και περιπατεί /. Το φώς μπαίνει στο σώμα μου όπως οι αχτίνες / από τα τζάμια των εκκλησιών / αναζητώντας τον Εσταυρωμένο»[95].
Και σ’ άλλο σημείο του ίδιου ποιήματος γράφει: «άλλοι δουλεύουν με το χώμα, άλλοι με το χαλκό· εγώ δουλεύω με τον πόνο· θα με γνώριζες»[96]. Και: «Το φώς διαπερνά τις σκληρές επιφάνειες, πέφτοντας σαν βροχή στην καρδιά, στο αίμα, στο νου· χρυσώνει τον άνθρωπο. Τον ήθελε όμορφο ο Θεός· κι έχει δώσει εντολή στο φώς να επιμείνει»[97].
Αυτός ο υπέροχος ποιητής, ο άνθρωπος με τον ωραίο ψυχικό κόσμο, με τη θεοσέβεια, την αισθαντικότητα, τον ιδεολογικό πλούτο, ο ποιητής της ελευθερίας, της ελληνικής γλώσσας, της αγάπης, της ειρήνης και της δικαιοσύνης, μας επιτρέπει τώρα την αναστάσιμη χαρμόσυνη περίοδο να ανακρούσουμε την ποιητική του λύρα παιανίζοντας τους τελευταίους του στίχους από τη σύνθεσή του «Λειτουργία κάτω από την Ακρόπολη»:
Ο ΧΟΡΟΣ
«Τα πάντα ρει προς την ίδια / κατεύθυνση πάντοτε, απ’ τον ήλιο στον τάφο / κι απ’ τον τάφο προς την / ροδοδάχτυλη Ανάσταση…».
Ο ΚΟΣΜΟΣ
Αλληλούια, Αλληλούια! Αλληλούια!
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ
Εγώ, ο σε λίγο απερχόμενος, ο βαθιά ευτυχής, ο τιμημένος εγώ
να είμαι απ’ το χώμα σου, δεν «επέμφθην ειπείν ουρανόθεν το χαίρε».
Ανεβαίνω απ’ τα σπλάχνα σου κ’ επιστρέφω στα σπλάχνα σου.
Στις ρυτίδες μου ρέουν φώς απ’ το φώς σου και θλίψη απ’ τη θλίψη σου.
Δεν γνωρίζω αν με όσα είπα το χρέος εξοφλώ της φιλοξενίας σου.
Ούτε αν με ήλιον έχω ανταποκριθεί στο ήλιον πνεύμα σου.
Γιατί είναι εδώ που ανάπνεα τον αέρα σου κι όλο το σώμα μου έφεγγε.
Άκουσα μέσα μου την ψυχή μου πού συνομιλούσε μαζί του και την ανακάλυψα.
Γιατί είναι εδώ όπου πίνοντας το νερό σου το έκαμα αιώνια πόσιμο.
Κ’ εδώ όπου έστρεψε ο ήλιος μια δέσμη του αείροη στην καρδιά μου
και τα δύο τους κέντρα συνδέθηκαν μόνιμα.
Κι από κει ακοντίστηκε σε όλο το σώμα μου ανοίγοντας και νέα φλεβίδια,
εκεί που η Γένεση δεν είχε προβλέψει.
Στα μαλλιά και στα κόκκαλα.
Κ’ η ψυχή μου ολόκληρη έγινε ηλιόστικτη.
Κ’ ήπια απ’ τ’ αμπέλι σου που σκαλώνει στον ουρανό και κρεββατώνει
στο φώς απάνω απ’ τη θάλασσα.
Κι όταν στο στόμα μου έφερνα το σταφύλι, το μούρο ή το ροδάκινο,
ένιωθα ως να με θήλαζες.
Και ο λόγος σου ο άφατος, με δίδαξε το άπαντο.
Πληρώθηκαν σοφίας η ακοή και σοφίας το βλέμμα μου.
Έτσι που όταν έλεγα «Ήλιος» ή «Φώς» ή «Θεός» να ξέρω τί λέω.
Γιατί εσύ την αγία δωρεά της αγάπης τοποθέτησες μέσα μου,
καμωμένη απ’ άληθανθούς.
Κ’ είναι μ’ αυτούς πού έχω πλέξει αυτό το σαν έναν μικρό κύκλο
ήλιου στεφάνι σου, σήμερα.
Και τώρα, Ιδού· με το ίδιο αυτό χέρι που έγραφε τούς ύμνους στο
φώς, παίρνω χώμα απ’ το χώμα σου.
Σε φιλώ και σου εύχομαι. Ζωή εσαεί· Φώς εσαεί· Λόγο εσαεί· εγώ.
ό τρισχιλιο-μυριοστός σου μικρός υιός
Νικηφόρος
[1] Βλ. Δήμητρα Ρούμπουλα, Έτος Βρεττάκου το 2012, Εφημερίδα “Έθνος”, 21 Φεβρουάριου 2012, σελ. 60
[2] Νικηφόρος Βρεττάκος, ‘Οδύνη. Αύτοβιογραφικό χρονικό, ’Εκδόσεις «ΠΟΛΙΣ», Αθήνα 1995, σελ. 43 κ.έ.
[3] ό.π., σελ. 44
[4] Γεωργία Κακούρου – Χρόνη, Λακωνικόν Ήμερολόγιον 2012, Σπάρτη 2012, σελ. 79, έκδοση «ΙΔΙΟΜΟΡΦΗ» (στο έξης Λακωνικόν Ήμερολόγιον, ό.π.)
[5] Νικηφόρος Βρεττάκος, Οδύνη, ό.π., σελ. 46 και Λακωνικόν Ημερολόγιο 2012, ό.π., σελ. 78.
[6] Βλ. Νικηφόρος Βρεττάκος, Οδύνη, ό.π., σελ. 41-42 και Λακωνικόν Ημερολόγιο 2012, ό.π., σελ. 78-79
[7] Βλ. Νικηφόρος Βρεττάκος, Οδύνη, ό.π., σελ. 46
[8] Νικηφόρος Βρεττάκος, Η ποίηση ήτανε μέσα μου, Περιοδικόν «Διαβάζω», άριθ. 97, 27/6/1984, σελ. 70
[9] Νικηφόρος Βρεττάκος, Περιοδικόν «Διαβάζω», άριθ. ο.π
[10] Νικηφόρος Βρεττάκος, Οδύνη, ό.π.,σελ. 44-45
[11] Βλ. Νικηφόρος Βρεττάκος, Έτσι μου στάθηκε ο Ταΰγετος, από τη συλλογή «Ο Ταΰγετος και η σιωπή», 1949
[12] Βλ. Όδύνη, ό.π., σελ. 44,45
[13] ό.π., σελ. 45
[14] Βλ. Γεωργία Κακούρου – Χρόνη, Λακωνικόν Ήμερολόγιον, ό.π., σελ. 79
[15] Βλ. Οδύνη, ό.π., σελ. 51, 52
[16] Νικηφόρος Βρεττάκος, Η φιλοσοφία των λουλουδιών, (εικονογράφηση Βαρλάμου), Αθήνα 1988
[17] Βλ. Οδύνη, ό.π., σελ. 32-35 και «Λακωνικόν Ημερολόγιον», ό.π., σελ. 79, 80
[18] Βλ. Γεωργία Κακούρου – Χρόνη, Λακωνικόν Ημερολόγιον, ό.π., σελ. 80
[19] Οδύνη, ό.π.,σελ. 58,59 και «Λακωνικόν Ημερολόγιον», σελ. 81
[20] Βλ. «Λακωνικόν Ημερολόγιον», ό.π., σελ. 81
[21] Βλ. Οδύνη, ό.π., σελ. 70
[22] ό.π., σελ. 68
[23] ό.π., σελ. 80-83
[24] «Λακωνικόν Ημερολόγιον» ό.π., σελ. 82
[25] Οδύνη, όπ., σελ 84
[26] όπ., σελ. 109-121
[27] όπ.
[28] «Λακωνικόν Ημερολόγιον», όπ., σελ. 83
[29] Οδύνη, όπ., σελ. 183
[30] Βλ. «Λακωνικόν Ημερολόγιον», ό.π., σελ. 84
[31] Βλ. Οδύνη, ό.π., σελ. 183
[32] Βλ. έφημερίδα «Ελευθεροτυπία», (27 Ίαν. 1985)
[33] «Λακωνικόν Ημερολόγιον», ό.π., σελ. 86
[34] Σαράντος Καργάκος, Ο Νικηφόρος Βρεττάκος και η Νυρεμβέργη της Επιστήμης, Αθήνα 1993, σελ. 299, Ανάτυπο από τον τιμητικό τόμο, Μνήμη του ποιητη Νικηφόρου Βρεττάκου (1912-1991), Αθήνα 1993
[35] ό.π.
[36] Βλ. Συνέντευξη, περιοδικού «Διαβάζω», άρ. 97, 27/6/1984, σελ. 67 με τίτλο «Νικηφόρος Βρεττάκος. Η ποίηση ητανε μέσα μου».
[37] Βλ. Σαράντος Καργάκος, ό.π., σελ. 299
[38] ό.π.
[39] ό.π., σελ. 301
[40] ό.π., σελ. 302
[41] ό.π.
[42] ό.π., σελ. 304
[43] Βλ. Συνέντευξη, περιοδικόν «Διαβάζω», αρ. 97, ά.π.,σελ. 71
[44] ά.π.
[45] Βλ. Γεωργία Κακούρου – Χρόνη, Χρονολόγιο Νικηφόρου Βρεττάκου, Λακωνικόν Ήμερολόγιον 2012, ό.π.,σελ. 86
[46] όπ. σελ. 87
[47] όπ. σελ. 88
[48] ό.π., σελ. 89
[49] ό.π., σελ. 90
[50] ό.π., σελ. 90
[51] ό.π.
[52] ό.π., σελ. 91
[53] ό.π., σελ. 92
[54] Νικηφόρος Βρεττάκος, Το ποτάμι Μπυές και τα εφτά ελεγεία, Αθήνα 1975, σελ. 10 (έκδόσεις Διογένης)
[55] ό.π., σελ. 19
[56] Λακωνικόν Ήμερολόγιον, ό.π.,σελ. 92
[57] Βλ. Γεωργία Κακούρου – Χρόνη, ό.π., Λακωνικόν Ήμερολόγιον, σελ. 92
[58] ό.π., σελ. 93
[59] ό.π., σελ. 93
[60] ό.π., σελ. 94
[61] ό.π., σελ. 94
[62] ό.π., σελ. 95
[63] ό.π., σελ. 95
[64] Νικηφόρος Βρεττάκος, Ποιητικός Λόγος και έθνική άλήθεια, Αθήνα 1988, σελ. 5, εκδόσεις Φιλιππότη.
[65] ό.π.
[66] ό.π.
[67] ό.π., σελ. 7
[68] ό.π., σελ. 6,7
[69] ό.π., σελ. 7
[70] ό.π., σελ. 8
[71] ό.π., σελ. 8
[72] ό.π.
[73] ό.π., σελ. 9
[74] ό.π.
[75] ό.π., σελ. 10
[76] ό.π., σελ. 12
[77] ό.π.
[78] ό.π.
[79] ό.π., σελ. 12 και 13
[80] ό.π., σελ. 13
[81] ό.π.
[82] ό.π., σελ. 16
[83] ό.π., σελ. 18
[84] Νικηφόρος Βρεττάκος,Η φθορά της γλώσσας φθορά του έθνους, Αθήνα 1990, σελ. 6,7
[85] ό.π., σελ. 7
[86] ό.π., σελ.8
[87] ό.π., σελ. 11
[88] ό.π., σελ. 13
90 . Νικηφόρος Βρεττάκος, Λόγος για το Μεσολόγγι, Αθήνα 1989, εκδόσεις Φιλιππότη
[90] ό.π., σελ. 6, 7
[91] ό.π., σελ.13
[92] Νικηφόρος Βρεττάκος, Ποιητικός Λόγος και εθνική αλήθεια, Αθήνα 1988, ό.π., σελ. 19, 20
[93] Λακωνικόν Ημερολόγιο, ό.π., σελ.97
[94] ό.π., σελ.101
[95] Νικηφόρος Βρεττάκος, Το ποτάμι Μπυές, ό.π., σελ.20
[96] ό.π., σελ. 23
[97] ό.π., σελ.35